- σαΐνης
- σαΐνης, ο και σαΐνι, το(λ. τουρκ.)1. είδος γερακιού.2. μτφ., ευφυής άνθρωπος: Αυτός ο μαθητής είναι σαΐνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.